- συνοικιακός, -ή, -ό
- συνοικιακός, -ή, -ό, 1 . αυτός που αναφέρεται στη συνοικία.2. μτφ., απόκεντρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνοικιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συνοικία («συνοικιακό συμβούλιο») 2. (κατ επέκτ.) απόκεντρος (α. «συνοικιακός κινηματογράφος» β. «συνοικιακό κατάστημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Ν. Στούπη] … Dictionary of Greek